ᾱ᾽ΐτᾱς

ᾱ᾽ΐτᾱς
ᾱ᾽ΐτᾱς
Grammatical information: m.
Meaning: `eromenos' (Ar.); ἀείταν τὸν ἑταῖρον. Άριστοφάνης δε τὸν ἐρώμενον (Ar. fr. 738; Theocr. 12, 14 where it is called Thessalian. Also a fish (Pap. Tebt. 701, 44).
Other forms: Fem. ἀῖτις Hdn. Gr. Alcm. 34 Page.
Dialectal forms: A Dorian or Thessalian word.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From ἀίω Diels Hermes 31, 372 and Bechtel Gr. Dial. 1, 201. Cf. Arena RFIC 96, 1968, 257f.
Page in Frisk: --

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἴτας — ἴτᾱς , ἴτης masc acc pl ἴτᾱς , ἴτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴθ' — ἴτε , εἶμι ibo pres imperat act 2nd pl ἴτε , εἶμι ibo pres ind act 2nd pl ἴθι , εἶμι ibo pres imperat act 2nd sg ἴτα , ἴτης masc voc sg ἴτα , ἴτης masc nom sg (epic) ἴται , ἴτης masc nom/voc pl ἴτᾱͅ , ἴτης masc dat sg (doric aeolic) ἴτα , ἴτον… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴτ' — ἴτε , εἶμι ibo pres imperat act 2nd pl ἴτε , εἶμι ibo pres ind act 2nd pl ἴτα , ἴτης masc voc sg ἴτα , ἴτης masc nom sg (epic) ἴται , ἴτης masc nom/voc pl ἴτᾱͅ , ἴτης masc dat sg (doric aeolic) ἴτα , ἴτον mushroom neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • итацизм — (греч. Ίτα ита) Современное чтение греческой буквы η , при котором она звучит близко к русскому и …   Словарь лингвистических терминов Т.В. Жеребило

  • CHOASPES vel CHOASPIS — Medorum fluv. ad fines Persidis in Tigrim defluens: cuius aquae tam sunt suaves, ut finitimi Reges non aliâ aquâ ad potum utantur. Tibul. l. 4. El. 1. v. 141. Nec quâ vel Nilus, vel regia lympha Choaspis Profivit. Item Ausonius, in claris urbibus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αεραγίδα — και αγεραγίδα και γεραγίδα, η νεράιδα, αερικό, ξωτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀ(γ)ερ ά(γ)ιδα, με συμφυρμό από τα < ἀ(γ)ερι[ικό + νερ]άιδα και ιτα παρετυμολογική σύνδεση με το γίδα] …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Κινγκ, Μπι Μπι — (Riley «B.B.» King, Ίτα Μπένα, Μινεσότα 1925 –). Αφροαμερικανός κιθαρίστας και τραγουδιστής. Ο Κ. είναι ο πιο διάσημος εκπρόσωπος του ρυθμ εντ μπλουζ στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό. Την περίοδο 1951 68 συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο επιτυχιών του ρυθμ …   Dictionary of Greek

  • πικαρεσκικό μυθιστόρημα — Είδος περιπετειώδους αφηγήματος, που άνθησε στην Ισπανία τον 16o και τον 17o αι. και, αργότερα, και έξω από την Ισπανία. Πρωταγωνιστής των αφηγημάτων αυτών είναι ο πίκαρο (picaro), λέξη ετυμολογικά αμφισβητούμενη, που χαρακτηρίζει έναν τύπο… …   Dictionary of Greek

  • ἴται — ἴτης masc nom/voc pl ἴτᾱͅ , ἴτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ei- —     ei     English meaning: to go     Deutsche Übersetzung: “gehen”     Note: extended ei dh , ei gh , i tü and i̯ ü , i̯ ē : i̯ō : i̯ǝ     Material: O.Ind. ēmi, ēti, imáḥ, yánti “go”, Av. aēiti, yeinti, O.Pers. aitiy “goes”, themat. Med.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”